καυκαλήθρα

καυκαλήθρα
και καυκαλίδα, η
βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, -ίδος + κατάλ. -ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ-ήθρα, ξιν-ήθρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σανδίκι — και σαντίκι, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδιξ «καυκαλήθρα» (< λατ. scandix)] …   Dictionary of Greek

  • χτενόχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σκάνδιξ, αλλ. καυκαλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, η οποία οφείλεται στη μορφή του] …   Dictionary of Greek

  • καυκαλίδα — καυκαλίδα, η και καυκαλήθρα, η το φυτό καυκαλίδα: Του αρέσουν οι καυκαλίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”